συμπεφωνημένα

συμπεφωνημένα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συμπεφωνημένα" в других словарях:

  • συμπεφωνημένα — συμφωνέω sound together perf part mp neut nom/voc/acc pl συμπεφωνημένᾱ , συμφωνέω sound together perf part mp fem nom/voc/acc dual συμπεφωνημένᾱ , συμφωνέω sound together perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνώ — συμφωνῶ, έω, ΝΜΑ [σύμφωνος] 1. μουσ. συνταυτίζομαι ηχητικά, εναρμονίζομαι 2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι («τα λόγια του δεν συμφωνούν με τα έργα του») 3. έχω ή εκφέρω την ίδια γνώμη («περὶ τούτων πάντες συμπεφωνήκασιν» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»